- υπέρλοφος
- -ον, ΜΑαυτός που έχει ψηλή κορυφή («ἐλάτη... ὑπέρλοφος», Νόνν.)[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + λόφος (πρβλ. ἀμφί-λοφος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέρλοφος — with high crest masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρλοφον — ὑπέρλοφος with high crest masc/fem acc sg ὑπέρλοφος with high crest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek